Altitudo τιτλοφορείται η νέα ατομική έκθεση της εικαστικού Ελίνας Ιωάννου στον εκθεσιακό χώρο Volks, στη Λευκωσία. Πρόκειται για σειρά νέων, καθαρά γλυπτικών έργων: στην ουσία για «νεκρές φύσεις» από ασβεστολιθικό ψαμμίτη. Αυτές προσφέρονται στο χώρο ως αυτόνομες μονάδες αλλά πιότερο ως συναθροίσεις στερεών - με άλλα λόγια ως ολότητες. Συμπαγείς όγκοι, θραύσματα και σκόνη επιδέχονται συνταιριασμούς, σχηματικές προσμείξεις, συντάξεις νοηματικές. Μέσα από παραθέσεις, η καλλιτέχνης επανεξετάζει δυνατότητες ανάδειξης ενός στοιχειώδους υλικού - όπως είναι η πέτρα - σε εύγλωττο αντικείμενο. Το θέμα πλήρους ή μερικής γλυπτικής απόδοσης ενός αντικειμένου (similacrum), οι δυνατότητες μα και τα όρια της πρακτικής της λάξευσης, όπως επίσης και το ζήτημα ομοιογένειας του έργου τέχνης, τίθενται σε εξέταση. Μελετώντας το altitudo - το ύψος και το βάθος κατά τους Λατίνους στον ίδιο ορισμένο χρόνο-, η δημιουργός ανάγει τις αξίες της αβρότητας και της εκλέπτυνσης που εμφωλεύουν στις ήπιες μνημονικές της παραθέσεις, σε κύριες συνιστώσες του δικού της εγχειρήματος.
Τα έργα πραγματεύονται τη μνήμη, ως εκεί που θα μπορούσαμε να πούμε πως επιτελείται μια συγχώνευση του παρελθόντος χρόνου με τον μέλλοντα καιρό. Το έργο διατηρεί μια θέση στο μεταίχμιο: να φαίνεται παλιό και να φαντάζει νέο. Όσο για το παρόν, αυτό χαρίστηκε στην πρακτική, σε μια επίπονη τέχνη κοπής και λάξευσης. Τα έργα είναι σαν απομεινάρια μιας ανασκαφής. Αναντιρρήτως, αυτά μπορούν να οριστούν ως υπολειμματικά. Σαν κάτι ήλθε και κατάργησε την τάξη ή τη δόμηση τους. Σαν κάτι άσκησε επάνω τους μιαν εναντίωση. Από τη μια μοιάζουν να γεύονται μια δεδομένη ένδεια και μιαν αποτελμάτωση. Από την άλλη, συνιστούν διατυπώσεις ισχυρές μιας επινόησης που δεν στοχεύει παρά μόνο να συντάξει τον μνημονικό ιστό στη χρονική διάσταση που θεωρούμε άγραφη ή και αδήλωτη: την επικείμενη. Είναι τα ίδια από μόνα τους μια εναντίωση.
Τα πλείστα έργα τέχνης κρίνονται σύμφωνα με τον χρόνο και τον τόπο της πραγμάτωσης τους. Η Ιωάννου μοιάζει να ακουμπά σε μια τέτοια πεποίθηση. Στρέφεται εντούτοις κι’επαυξάνει τη συλλογιστική υπέρβαση από πλευράς του ποιητή. Είναι και έργα που καλούνται να κριθούν μες τη « μελλοντική τους φύση », εμφαντικά γράφει ο Ρίλκε σ΄ένα δοκίμιο του για Τα έργα τέχνης. Αυτά δηλώνονται σε μιαν αντιστροφή, σύμφωνα με τον ίδιο. Βγαίνουν και έρχονται σε μας από απέναντι. Δηλώνουν μια προέλευση μελλοντική. Ανάλογη προέλευση είναι διακριτή στα έργα και της Ιωάννου.
Σάββας Χριστοδουλίδης, εικαστικός
Λευκωσία, Σεμπτεμβρης 2015
_____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
Φύλλα φοίνικα και φραγκοσυκιάς μεταξύ άλλων, τούβλα και τσίγκοι, κομμάτια δαπέδου, τμήματα επίπλων αλλά και χρηστικά αντικείμενα σε μερική μορφή: όλα από πέτρα. Η απουσία ενός δεύτερου ή περισσοτέρων υλικών στα έργα είναι ενδεικτική της προσήλωσης της Ιωάννου στο επιλεγμένο υλικό. Το διαχειρίζεται και το τιμά συνάμα στο μέτρο που αυτό το ίδιο επιτρέπει. Η πέτρα αντιστέκεται κυρίως αλλά συμβαίνει να χαρίζεται επίσης. Σκληρή, βαριά και συμπαγής για να μπορεί να επιδέχεται στις όψεις της ομότυπα ή ξένα υλικά. Ανάλαφρη, πολύσημη και εύχρηστη καθώς μορφοποιείται δια της λάξευσης ή της αποκοπής τμημάτων τού κυρίως σώματός της. « Λέγοντας πέτρες περπατώντας θάματα… » (1969) ομολογεί ο Έκτωρ Κακναβάτος. Προφέροντας ονόματα πραγμάτων, επιχειρώντας την επίκληση τους, ο ποιητής αγγέλλει την εισέλευση του σε ένα κόσμο εξωλογικό. Η πέτρα είναι πράγμα, πράγμα απόλυτο, το σκέτο πράγμα σύμφωνα με τον Χάιντεγγερ στο στοιχειώδες κείμενο του « Η προέλευση του έργου τέχνης ». Εδώ στηρίζει την προσήλωση στην πέτρα η δημιουργός. Εδώ απαξιώνει την υπέρβαση, την τόσο προσφιλή στον Κακναβάτο. Το υλικό τής επιτρέπει να παράξει έργα καθαρά πραγμοειδή. Αυτά που ο φιλόσοφος ορίζει ως καρπό της σύμπλεξης των υλικών και αισθητών πραγμάτων.
Σάββας Χριστοδουλίδης, εικαστικός
Λευκωσία, Οκτώβρης 2015
_____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
Η έκθεση της Ελίνας Ιωάννου επαναφέρει και σχολιάζει πάγια εικαστικά ζητήματα. Αυτό της σύστασης (της άρθρωσης) ενός έργου δια της συναρμογής δύο ή περισσοτέρων συστατικών και το ζήτημα πιθανών σχηματισμών ή παραθέσεων στις οποίες αυτά τα ίδια συστατικά καλούνται να υπακούσουν. Εξετάζει το θέμα της ομοιογένειας ( της υλικής ομοτυπίας ) του έργου, των δυνατοτήτων εμβέλειας-πλατώματος του έργου στο χώρο σε σχέση με τη διάταξη που τού ορίζεται ( οριζόντια, κάθετη ή άλλη ) όπως επίσης και το ζήτημα των ορίων αυτονόμησης του έργου, των προοπτικών « διαλεκτικής » γειτνίασης με τα εγγύτερα του και υφολογικών κυρίως εξαρτήσεων που η εν λόγω γειτνίαση εγκυμονεί. Η έκθεση, στο σύνολο της, επικεντρώνεται και συνάμα επισημαίνει το μεταιχμιακό και αμφίρροπο σημείο που συχνά διαφεντεύει εκθεσιακά εγχειρήματα της κατηγορίας αυτής: η δεδομένη αυτονομία ενός έργου και η συνεκτικότητα του συνεπώς, να τίθενται σε αμφισβήτηση αφού το έργο ως μονάδα, το τμήμα δηλαδή υποχωρεί προς όφελος μιας ολότητας.
Τα έργα, στο σύνολο τους, επιβεβαιώνουν την πεποίθηση που θέλει το αρχαίο υλικό, την πέτρα, εργαλείο και μέσο ικανό για μιαν εκφραστική όχι μόνο της μνημόνευσης αλλά και της αναγωγής. Η Ιωάννου εγκωμιάζει αναμφίβολα το συμπαγές. Μοιάζει παρόλα αυτά να γοητεύεται από τα θραύσματα, αυτά που ονομάζουμε « τμηματικές εκφάνσεις ». Ο γάλλος ποιητής Jean Tardieu σε ποίημα της συλλογής Ένας κόσμος της περιφρόνησης, γραμμένο το 1974, μιλά για μια πέτρα που εξανθρωπίζεται, που γίνεται φιγούρα, άνθρωπος, φιλόσοφος, ακόμα άγιος και θεός. Κάτι ανάλογο πασκίζει να μας δώσει η δημιουργός. Τι θα μπορούσαν να’ναι τα πέτρινα ψηλόλιγνα τοτέμ, τα πλαγιαστά φύλλα φραγκοσυκιάς ή φοίνικα, τα τούβλα στις κορφές απέριττων μακρόστενων στηλών; Ο άλλος άνθρωπος. Αυτός που γεύεται, κατά τον ποιητή, την « ακατάλυτη κατάπληξη όντας στον κόσμο », αυτός που καταπλήσσεται ακόμα περισσότερο καθώς παίρνει στα χέρια πράγματα του περίγυρου, «άψυχα αντικείμενα » σύμφωνα με τον Tardieu. Καρπός κατάπληξης μοιάζουν τα έργα που η έκθεση φιλοξενεί. Καρπός συνεύρεσης της Ιωάννου με μια πέτρα: έργα « σημάδια και μηνύματα μιας αλλαγής », όπως γράφει στις Πέτρες (1972) ο Σινόπουλος.
Σάββας Χριστοδουλίδης, εικαστικός
Λευκωσία, Οκτώβρης 2015
_____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
Altitudo is a primarily sculptural installation in the semi-industrial space at Volks. Although it is unfashionable to speak about artistic disciplines, this show reminded me that different approaches to visual art have specific physical constraints, opportunities and histories. As a result, they have distinct visual languages, which get at something different from the «συντάξεις νοηματικές» that the show’s curator, Savvas Christodoulides writes about with regard to Elina Ioannou’s «νεκρές φύσιες». The visual language I want to explore in relation to this exhibition is a system of references, which characterize a sculptural approach to seeing. These references can be in terms of others: as artist Al Leslie used to say to his graduate students, ‘Artists’ major influences are “ancestors we choose”’. This heritage is not just stylistic influence or acknowledging precedent or skill. You also share an understanding of a physical interaction with specific materials. These things communicate without words and across cultures and through time.
Near the temple ruins at Amathus, the hill is strewn with white limestone rubble, planed building blocks, some of which are modeled (fluted column fragments). The oblique archaeological order of cast-aside building material is rhymed in the layout in Volks, which is somehow about organizing, and adding to unused limestone building elements. Some of “Altitudo” has a patina - and that darkness could distract an unwary viewer – but these are all typical light yellow and white Limassol stones. Carving that yellow stone makes annoying clink sounds and sends sharp reverberations up the wrist. The white stone is somewhat more forgiving.
Wooden palettes are part of many sculptors’ studios and naturally they were used through the installation of Altitudo. Once removed, they left stone shadows that rhyme with Donald Judd’s untitled stacked wall pieces from the 1980’s. Elsewhere, to the eye, there is a pile of cylinders; to a sculptor’s eye these are cores, or perhaps an even more broken Broken Kilometer (De Maria 1979). You can feel the weight and curve of that core in your hand. Two half-circles with saw-scraped edges invite the viewer back along the Cypriot coast, echoing the halved stone horns at Aphrodite’s temple in Kouklia, and at the same time evoking Paul Klee and David Smith: each of these artists working with the arc to stand and to describe, and somehow to uphold space. There is a piece toward the back that could be an homage to Brancusi’s Bird in Space, with a puffed-up top form and its precarious relationship to the base.
Much of this discussion in Volks – stone palettes, strewn piles, blocks a top blocks – is from a question that took hold in the early 20th century about the ‘base’. Where does a base begin and the sculpture stop? What is the power difference between something on a base and something on the ground? What happens to our relationship to the object, when there is no base? How do we feel as humans in relation to objects when we are in the midst of them, alone? These are perennial questions for sculptors. “Altitudo” is a bare work that allows the language and heritage of sculpture to present itself unpretentiously to the eye.
Elizabeth Hoak-Doering, artist
November 2015